- αθηνιώτικος
- -η, -ο [αθηνιώτης]1. ο αθηναϊκός*2. το ουδ. ως ουσ. το αθηνιώτικοόψιμο, μεγαλόρωγο και χοντρόφλουδο σταφύλι, ο σιδερίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αθηνιώτης — ο (θηλ. ισσα) ο Αθηναίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αθήνα. ΠΑΡ. αθηνιώτικος] … Dictionary of Greek
αθηναϊκός — αθηναϊκός, ή, ό και αθηναίικος, η, ο και αθηνιώτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα: Ονομαστές ήταν παλιότερα οι αθηναϊκές καντάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)